- προσανεγεῖρον
- πρόσ-ἀνεγείρωwake uppres part act masc voc sgπρόσ-ἀνεγείρωwake uppres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσανεγείρω — Μ 1. ανεγείρω κάτι επιπροσθέτως 2. εγείρω, ανυψώνω («τό... πέλαγος... κύματα μακρά... προσανεγεῑρον τοῑς πλέουσιν», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνεγείρω «ανυψώνω, χτίζω, οικοδομώ»] … Dictionary of Greek